Τώρα που η Κίνα έχει επισήμως ξεπεράσει την Ιαπωνία ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, υπάρχει αυξανόμενη φημολογία από σημαντικούς Κινέζους και Αμερικανούς οικονομολόγους, όπως οι Wu Jinglian και John Makin, ότι η Κίνα σύντομα θα υποστεί μια "χαμένη δεκαετία", δεδομένου ότι υφίσταται κακουχίες που μοιάζουν με αυτές της Ιαπωνίας. Η ιδέα ότι η σύγχρονη Ιαπωνία προσφέρει μια φευγαλέα ματιά του οικονομικού μέλλοντος της Κίνας είναι πιθανή, δεδομένων των ομοιοτήτων ανάμεσα στα δύο μοντέλα ανάπτυξης. Ωστόσο, η οικονομική ύφεση της Ιαπωνίας τουλάχιστον ήταν σταδιακή και όχι τόσο επίπονη για τον ιαπωνικό λαό και την κυβέρνηση. Για το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον πληθυσμό της χώρας, το να ακολουθήσουν τα βήματα της Ιαπωνίας πιθανό να είναι πολύ πιο τραυματικό.
Πριν υπάρξει οριστική απόδειξη ότι η Ιαπωνία ήταν σε μια παρατεταμένη περίοδο στασιμότητας, ορισμένοι οικονομολόγοι προειδοποιούσαν για τους κινδύνους της υπερβολικής εξάρτησης από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις σε πάγια ως κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης. Η κοινή λογική υποδείκνυε ότι η Ιαπωνία είχε πλεονεκτήματα που χαρακτηρίζουν σύγχρονα συστήματα της Ανατολικής Ασίας. Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τις μυωπικές πολιτικές που ακολουθούν οι κυβερνήσεις που αλλάζουν συνεχώς στα Δυτικά συστήματα, η κυριαρχία του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Ιαπωνίας (το οποίο κυβέρνησε σχεδόν χωρίς διακοπή το διάστημα 1955 - 2009), επέτρεψε να λάβουν χώρα μακροπρόθεσμες πολιτικές. Σε συνδυασμό με ένα πληθυσμό που αποτελούνταν από έξυπνους, υπεύθυνους, σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους, η Ιαπωνία ήταν στην κατάλληλη θέση για να διαχειριστεί την αναγκαία μετάβαση προς ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
Παρά το γεγονός ότι «ο καπιταλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» δεν επιδιώκει την αντιγραφή κάποιου συγκεκριμένου μοντέλου, οι ομοιότητες του με την ιαπωνική προσέγγιση είναι εντυπωσιακές. Όπως η Ιαπωνία τη δεκαετία του 1970 και του ΄80, έτσι και η Κίνα πλησιάζει στο τέλος της εξάρτησής της από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις σε πάγια ως μηχανές της ανάπτυξης, και θέλει να μετατοπιστεί προς πολιτικές που μπορούν να ενισχύσουν την εγχώρια κατανάλωση. Για να επιτευχθεί αυτό, φαινομενικά έχει μια αυταρχική κυβέρνηση η οποία μπορεί να επικεντρωθεί σε πολιτικές που δεν χρειάζεται να θυσιάσουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας για βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες.
Ιαπωνία: χτισμένη σε στέρεους αστικούς θεσμούς
Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει η αντίδραση του Πεκίνου στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (ο τραπεζικός δανεισμός εκτινάχθηκε, από 750 δισ. δολ. το 2008, σε 1,4 τρις δολάρια το 2009), η Κίνα εξαρτάται όλο και περισσότερο από ένα μη βιώσιμο μοντέλο για την ώθηση την οικονομικής ανάπτυξης. Η εγχώρια κατανάλωση ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος στην πραγματικότητα μειώνεται. Όντας λίγο περισσότερο από 30 τοις εκατό, είναι το χαμηλότερο από κάθε σημαντική χώρα στη σύγχρονη οικονομική ιστορία. Ο αριθμός έχει μειωθεί, από περισσότερο από 50 τοις εκατό στη δεκαετία του 1980, στο 40 τοις εκατό στην αλλαγή του αιώνα. Ήταν περίπου 36 τοις εκατό πριν από την παγκόσμια ύφεση το 2008.
Παρεμφερή μοντέλα τείνουν να οδηγήσουν σε παρόμοια προβλήματα, όπως κάνουν τα δημογραφικά προβλήματα στην Κίνα, τα οποία θα μοιάζουν σύντομα με της Ιαπωνίας. Ακόμη χειρότερα, οι διαφορές μεταξύ των δύο πολιτικών οικονομιών μπορεί να προμηνύουν κάτι άσχημο για την Κίνα. Όταν ξεκίνησε η ιαπωνική οικονομική δυσπραγία, η χώρα είχε δημιουργήσει στέρεους θεσμούς: το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, καθώς και ένα σταθερό πολιτικό σύστημα. Το τελευταίο έγινε προφανές όταν το LDP έχασε την εξουσία πέρυσι και δεν υπήρξε αναταραχή ή αιματοχυσία. Παρά το γεγονός ότι για το Ιαπωνικό μοντέλο ανάπτυξης συχνά λέγεται πως το κράτος έχει τον πρώτο λόγο, ο ιδιωτικός τομέας εν γένει έλαβε περίπου τα τρία τέταρτα του κεφαλαίου της χώρας. Αυτό σήμαινε ότι η ευημερία διανεμήθηκε ευρέως κατά τη διάρκεια των ετών ανάπτυξης. Ακόμη και στην διαρθρωτική κάμψη, οι περισσότεροι Ιάπωνες ζουν «καλά»-και πλούτισαν πριν γεράσουν.
Αντίθετα, αυτοί οι θεσμοί στην Κίνα είναι σχετικά υπανάπτυκτοι, ακόμη και μετά από τρεις δεκαετίες μεταρρύθμισης. Επιπλέον, το κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης που έχει ενισχύσει τον ρόλο του κράτους σε πρωτοφανή επίπεδα. Οι κρατικές ελεγχόμενες επιχειρήσεις, αν και παράγουν μεταξύ του ενός τετάρτου και του ενός τρίτου της συνολικής παραγωγής, παίρνουν πάνω από 75 τοις εκατό του κεφαλαίου της χώρας. Κατά τη διάρκεια του υπερδανεισμού το 2008 και το 2009, οι κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις έλαβαν πάνω από το 90 τοις εκατό του συνόλου των κεφαλαίων. Η ιδιωτική βιομηχανία πήρε λιγότερο από το 5 τοις εκατό.
Η μεροληψία υπέρ του κρατικά ελεγχόμενου τομέα αντέστρεψε ό, τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια των 10 πρώτων ετών της μεταρρύθμισης (1979-1989) και ήταν το άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος πως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας ανέκτησε τον έλεγχο από τους μοχλούς της οικονομικής δύναμης μετά τις διαμαρτυρίες στην Τιενανμέν το 1989.
Η πλέον άνιση κατανομή του εισοδήματος στην Ασία
Η εστίαση στην απαράμιλλη μεροληψία της Κίνας προς τον υπό κρατικό έλεγχο τομέα δεν αφορά απλώς την αναποτελεσματική χρήση των κεφαλαίων, αν και αυτό θέτει σοβαρές πιέσεις στη βιωσιμότητα του οικονομικού της μοντέλου. Δεδομένου ότι τόσο μεγάλο μέρος του πλούτου της χώρας συγκεντρώνεται σε περίπου 120.000 κρατικές επιχειρήσεις (και αμέτρητες θυγατρικές τους), μια σχετικά μικρή ομάδα η οποία βρίσκεται στην κατάλληλη θέση και έχει καλές διασυνδέσεις επωφελείται, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία δεν έχει τις ευκαιρίες για να ευημερήσει.
Για παράδειγμα, τα εισοδήματα των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά περίπου 2 τοις εκατό έως 3 τοις εκατό ετησίως από το 2000, ενώ τα ταμεία των υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεων απολαμβάνουν διψήφια αύξηση. Παρά την εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ, περίπου 400 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν δει το καθαρό τους εισόδημα να μένει στάσιμο ή να μειώνεται την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ο αριθμός των αναλφάβητων ενηλίκων Κινέζων αυξήθηκε, από 85 εκατομμύρια το 2000, στα 114 εκατ. το 2005. Από το 2001, δείχνει μια μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας του 2006, το εισόδημα του φτωχότερου 10 τοις εκατό της Κίνας μειώνονταν 2,4 τοις εκατό κάθε χρόνο, γεγονός που υποδηλώνει ότι η απόλυτη φτώχεια αυξήθηκε όταν το εθνικό ΑΕΠ αυξάνονταν με διψήφιο αριθμό κάθε χρόνο. Δεν είναι να απορεί κανείς που μέσα σε μια γενιά, η Κίνα έχει μεταμορφωθεί από την πιο ισότιμη (αν και από χαμηλή βάση) στην πιο άνιση χώρα στην Ασία, από την άποψη της κατανομής του εισοδήματος, σύμφωνα με υπολογισμούς της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Κινέζων δεν απήλαυσαν τους καρπούς της οικονομικής ανάπτυξης έχει σοβαρές συνέπειες για την κοινωνική και εν τέλει, την πολιτική σταθερότητα. Οι περιπτώσεις μαζικής αναταραχής-124.000 το 2008, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία-αυξάνονται κατά περισσότερο από το διπλάσιο του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ. Το Πεκίνο δαπανά τώρα περισσότερα για την εσωτερική ασφάλεια από αυτά που δαπανά για το Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Με τους υπολογισμούς του ΚΚΚ, η χώρα χρειάζεται 8 τοις εκατό αύξηση του ΑΕΠ ετησίως ώστε το Κόμμα να παραμείνει στην εξουσία. Σε αντίθεση με την Ιαπωνία, η συντριπτική πλειοψηφία του κινεζικού λαού, θα γεράσει και δεν είναι πλούσιοι. Αυτό δείχνει ότι είμαστε μάρτυρες της ανόδου μιας βαθιά εύθραυστης εξουσίας.
Θα ήταν καλύτερα για την Κίνα αν έμοιαζε περισσότερο με την Ιαπωνία. Η οικονομική δυσπραγία οδήγησε τελικά σε μια ειρηνική αλλαγή της κυβέρνησης στο Τόκυο. Αν το ίδιο πρόκειται να συμβεί στην Κίνα, η μετάβαση μπορεί να μην είναι ομαλή.
Ο John Lee είναι ερευνητής εξωτερικής πολιτικής στο Center For Independent Studies και Visiting Fellow στο Hudson Institute στην Ουάσινγκτον. Είναι συγγραφέας του Η Κίνα θα αποτύχει; (CIS: 2009).
http://www.capital.gr/businessweek/articles.asp?id=1040179
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου